- δεσμευτικός
- obligatoire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεσμευτικός — ή, ό (AM δεσμευτικός, ή, όν) [δεσμεύω] αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου») … Dictionary of Greek
δεσμευτικός — ή, ό αυτός που δεσμεύει: Σε κάθε συμβόλαιο υπάρχουν δεσμευτικοί όροι και για τις δύο πλευρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμευτικοῦ — δεσμευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμιος — α, ο (AM δέσμιος, ία, ιον Α και ος, ον) [δεσμός] 1. δεμένος με δεσμά, δεσμώτης 2. αυτός που δεν έχει ελευθερία δράσεως, ο υποχείριος («δέσμιος τών δανειστών του», «δέσμιοι του σκότους») αρχ. μσν. απόλυτα αφοσιωμένος («Παῡλος δέσμιος Χριστοῡ») αρχ … Dictionary of Greek
περιοριστικός — ή, ό / περιοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιορίζω] αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια νεοελλ. 1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα») 2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις» (λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται… … Dictionary of Greek
περιοριστικός — ή, ό αυτός που περιορίζει, δεσμευτικός: Περιοριστικές διατάξεις του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)